-
1 πένης
A one who works for his living, day-labourer, poor man, opp. πλούσιος, Democr.283; opp. δυνάμενος, Archyt.3; πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος.., ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα· τοῦ δὲ πένητος ζῆν φει- ;οἱ π. αὐτῶν Hdt.1.133
, 2.47 ;πλούσιος ἐκ πένητος Lys.1.4
;πένητες ἄνθρωποι Hdt.8.51
; [full] οἷ' ἀνὴρ π. S.Ph. 584;π. ἵππος X. Oec. 11.5
.II as Adj.,π. δόμοι E. El. 1139
: c. neut., ἐν πένητι σώματι ib. 372 : c. gen., χρημάτων πένητες poor in money, ib.38 ;π. φίλων Pl.Ep. 332c
;π. ἀπολογίας Luc. Apol. 11
: [comp] Comp.πενέστερος X.Ath.1.13
: [comp] Sup.πενέστατος D.21.123
.
См. также в других словарях:
λυτρώνω — (AM λυτρῶ, όω) [λύτρα] 1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τόν λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.) μσν. εξαγοράζω αρχ. 1. (κατά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek